διαπυήσεων

διαπυήσεων
διαπυήσεω̆ν , διαπύησις
suppuration
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υποδιαφραγματικός — ή, ό, Ν ανατ. 1. αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει κάτω από το διάφραγμα, αλλ. υποφρενικός («υποδιαφραγματικό πλέγμα») 2. φρ. «υποδιαφραγματικό απόστημα» απόστημα που εμφανίζεται στον υποδιαφραγματικό χώρο ως κατάληξη διαπυήσεων γειτονικών οργάνων …   Dictionary of Greek

  • Πρινγκλ, Τζον — (Pringle, 1707 – 1782). Σκοτσέζος γιατρός. Σπούδασε στα πανεπιστήμια του Εδιμβούργου και του Λέιντεν και στη συνέχεια εργάστηκε ως γιατρός στο Εδιμβούργο, διδάσκοντας παράλληλα ηθική στο πανεπιστήμιο της πόλης. Στα 1744 48 υπηρέτησε ως αρχίατρος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”